κατάχαλκον

κατάχαλκον
κατάχαλκος
overlaid with bronze
masc/fem acc sg
κατάχαλκος
overlaid with bronze
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… …   Dictionary of Greek

  • κατάχαλκος — κατάχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλυφθεί με χαλκό ή με ορείχαλκο, επιχαλκωμένος 2. αυτός που ακτινοβολεί από τον απαστράπτοντα χαλκό («κατάχαλκον άπαν πεδίον άστράπτει» ακτινοβολεί όλη η πεδιάδα από τα λαμπερά όπλα, Ευρ.) 3. ενισχυμένος με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”